- υπόσκοπος
- -ον, Α(ποιητ. τ.)1. αυτός, κάτω από την σκιά τού οποίου βλέπει κάποιος2. φρ. «ὑπόσκοπος χείρ» — χέρι που είναι τοποθετημένο έτσι ώστε να παρέχει σκιά στους οφθαλμούς και να διευκολύνει την όραση (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σκοπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. κατά-σκοπος].
Dictionary of Greek. 2013.